- ἀπαράλλακτος
- ἀπαράλλακτοςprecisely similarmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπαραλλάκτως — ἀπαράλλακτος precisely similar adverbial ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράλλακτον — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem acc sg ἀπαράλλακτος precisely similar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραλλάκτοις — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραλλάκτου — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραλλάκτους — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραλλάκτων — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραλλάκτῳ — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράλλακτα — ἀπαράλλακτος precisely similar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράλλακτοι — ἀπαράλλακτος precisely similar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek